- ἀθεραπευσία
- ἀθεραπ-ευσία, ἡ,A want of attendance, c. gen., neglect of a thing,
θεῶν ἀθεραπευσίαι Pl. R.443a
;σώματος Thphr.Char.19.1
, cf.Plb.3.60.3 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεῶν ἀθεραπευσίαι Pl. R.443a
;σώματος Thphr.Char.19.1
, cf.Plb.3.60.3 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀθεραπευσία — ἀθεραπευσίᾱ , ἀθεραπευσία want of attendance fem nom/voc/acc dual ἀθεραπευσίᾱ , ἀθεραπευσία want of attendance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθεραπευσία — ἀθεραπευσία, η (Α) [ἀθεράπευτος] έλλειψη φροντίδας, παραμέληση … Dictionary of Greek
ἀθεραπευσίᾳ — ἀθεραπευσίαι , ἀθεραπευσία want of attendance fem nom/voc pl ἀθεραπευσίᾱͅ , ἀθεραπευσία want of attendance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπευσίας — ἀθεραπευσίᾱς , ἀθεραπευσία want of attendance fem acc pl ἀθεραπευσίᾱς , ἀθεραπευσία want of attendance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπευσίαι — ἀθεραπευσία want of attendance fem nom/voc pl ἀθεραπευσίᾱͅ , ἀθεραπευσία want of attendance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπευσίαν — ἀθεραπευσίᾱν , ἀθεραπευσία want of attendance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπευσίαις — ἀθεραπευσία want of attendance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθεράπευτος — η, ο (Α ἀθεράπευτος, ον) [θεραπεύω] αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος νεοελλ. (για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός αρχ. 1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή,… … Dictionary of Greek